τρανῶ

τρανῶ
τρᾱνῶ , τρανόω
make clear
pres subj act 1st sg
τρᾱνῶ , τρανόω
make clear
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρανώ — όω, Α βλ. τρανώνω …   Dictionary of Greek

  • τρανώνω — τρανῶ, όω, ΝΑ [τρανής/ τρανός] νεοελλ. τρανεύω αρχ. καθιστώ κάτι σαφές, κάνω κάτι ευδιάκριτο, διασαφηνίζω …   Dictionary of Greek

  • αγριοτρανώ — ( άω) αγριοκοιτάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγρια + τρανώ] …   Dictionary of Greek

  • ανατρανίζω — (Μ ἀνατρανίζω) 1. υψώνω το βλέμμα μου 2. (μτβ.) παρατηρώ, εξετάζω κάτι προσεκτικά «τον ανατράνισε από την κορφή ως τα πόδια» (Κρυστάλλης) μσν. κοιτάζω (με προσοχή). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + τρανίζω < τρανώ ( όω) «ανακαλύπτω, εξηγώ, σαφηνίζω»] …   Dictionary of Greek

  • διατρανώνω — (AM διατρανῶ, όω) [τρανώ] διηγούμαι κάτι σαφώς, διασαφηνίζω νεοελλ. εκδηλώνω τις σκέψεις μου με παρρησία και ζωηρότητα …   Dictionary of Greek

  • επιτρανώ — ἐπιτρανῶ, όω (Μ) διασαφηνίζω, διαφωτίζω («τῆς τῶν πραγμάτων διαφθορᾶς... ἐπιτρανουμένης», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τρανώ (< τρανής)] …   Dictionary of Greek

  • κατατρανώ — κατατρανῶ, όω (AM) εξομαλίζω, αποσαφηνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρανῶ «διασαφηνίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προτρανούμαι — όομαι, Α έχω αποσαφηνιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + τρανῶ «διαλευκαίνω, διασαφηνίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συντρανώ — όω, Α (συν. το παθ.) συντρανοῦμαι, όομαι καθίσταμαι σαφής μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τρανῶ «διαλευκαίνω, διασαφηνίζω» (< τρανής «σαφής»)] …   Dictionary of Greek

  • τετρανωμένως — Μ επίρρ. με πλήρη καθαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τετρανωμένος τού τρανῶ «ξεκαθαρίζω, διασαφηνίζω» + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”